απήνη

απήνη
Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και στην περίπτωση αυτή τις έσερναν μουλάρια. Από το γεγονός αυτό η λέξη πήρε και την έννοια του ζευγαριού μουλαριών.
* * *
ἀπήνη, η (Α)
1. άμαξα με τέσσερεις τροχούς που σύρεται από μουλάρια
2. κάθε είδος άμαξας ή άρματος
3. κάθε μέσο μεταφοράς
4. το ζευγάρι, δύο άνθρωποι ή ζευγάρι από ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο συσχετισμός με τον τ. πήνος «ύφασμα, ιστός», λατ. pannus «ύφασμα» δεν είναι ικανοποιητικός. Η σύνδεση με Μυκην. γεν. πλ. apenewo < *απηνεύς «υποζύγιο για όχημα με τέσσερεις τροχούς» δικαιολογεί το η της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. πήνα (Ησύχ.) < απήνη, με αποκοπή του αρχικού α. Ο τ. είναι συνώνυμος της λ. άμαξα, απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ είναι άγνωστος στην πεζογραφία. Μαρτυρείται παράλληλος θεσσαλ. τ. καπᾱνᾱ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπήνη — four wheeled wagon fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήνῃ — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηνῆ — ἀπηνής ungentle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπηνής ungentle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπηνής ungentle masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερ(ρ)απήνη — η, Ν ζωολ. γένος χερσόβιων χελωνών τής οικογένειας εμυδίδες, που απαντούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terrapene, λ. αλγκονκικής γλώσσας, που συνδέεται με το αλγκονκικό torope «χελώνα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπηνῶν — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen pl ἀπηνής ungentle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπῆναι — ἀπήνη four wheeled wagon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήναις — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήναισι — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήνην — ἀπήνη four wheeled wagon fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπήνης — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”